- τσαμπουνίζω
- Ν [τσαμπούνα]τσαμπουνώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσαμπουνίζω — τσαμπούνισα, τσαμπουνώ (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαμπουνώ — Ν 1. παίζω την τσαμπούνα 2. μτφ. α) κλαψουρίζω β) μωρολογώ, φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τσαμπουνίζω, κατά τα νεοασυναίρετα (πρβλ. σφυράω: σφυρίζω)] … Dictionary of Greek
τσαμπούνισμα — το, Ν [τσαμπουνίζω] τσαμπούνημα … Dictionary of Greek